Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Η συμπληρωματικότητα των αζωτούχων βάσεων καθοριστικός παράγοντας στη δομή του DNA:
http://www.youtube.com/watch?v=z685FFqmrpo

Η ΛΕΞΗ "ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ"

Η λέξη « περιβάλλον »:
Μια υπεροπτική θεώρησή του ανθρώπου για τη φύση.

Για όλους εμάς που ανήκουμε στην κοινότητα αυτή των εκπαιδευτικών, που ασχολούνται με την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, η λέξη περιβάλλον, κατέχει μια ξεχωριστή θέση, τόσο στην καρδιά μας όσο και στο μυαλό μας. Είναι μια λέξη που μας συναρπάζει και μας καθοδηγεί σε όλες τις εκφράσεις ακόμα και της καθημερινής μας ζωής. Φυσικό περιβάλλον, ανθρωπογενές περιβάλλον, κοινωνικό περιβάλλον, οικογενειακό περιβάλλον και άλλες ίσως εκφράσεις του.
Αν ανατρέξουμε σε κάποια ερμηνευτικά λεξικά της νεοελληνικής γλώσσας, στο λήμμα «περιβάλλον», μας δίνουν τις εξής ερμηνείες:1) όλα όσα μας περιβάλλουν, το περίγυρο (Γεωργοπαπαδάκου), 2) όλα όσα μας τριγυρίζουν, οι συνθήκες (γεωγραφικές, οικονομικές, κοινωνικές) μέσα στις οποίες γεννιέται κάποιος, ζει και αναπτύσσεται (Νέο Λεξικό της γλώσσας μας), 3) το σύνολο των συνθηκών και των παραγόντων μέσα στο οποίο δημιουργείται, υπάρχει και αναπτύσσεται κάποιος (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής - Α.Π.Θ).
Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω στην ιστορία μας, για το ρήμα «περιβάλλω» θα βρούμε ερμηνείες όπως: ρίπτω, βάλλω ολόγυρα ή επάνω, επιτίθημι, ενδύω, κυκλώνω, περικλείω ή ακόμα και: προσπαθώ να κερδήσω τι προς εμήν ωφέλειαν, κυριεύω, λαμβάνω εις την εξουσία μου (H. G. Liddel R. Scott). Σε Ομηρικό Λεξικό, για το ρήμα «περιβάλλω», βρίσκουμε μεταξύ άλλων τις ερμηνείες: βάλλω ή ρίπτω τι πέριξ τινός, περιλαμβάνω τι με τι (Ι. Πανταζίδου).
Ανατρέχοντας στην ξένη βιβλιογραφία, η λέξη που χρησιμοποιείται ως αντίστοιχη της ελληνικής λέξης «περιβάλλον», είναι η λέξη environment στα αγγλικά ή environnement στα γαλλικά, οι οποίες με τη σειρά τους προέρχονται από την λατινική λέξη visvires. Κάποιες από τις πολλές ερμηνείες είναι: δύναμις, ουσία, φύσις (Λατινοελληνικόν Λεξικόν/ Ευστρ. Τσακαλώτου). Σε αγγλοαγγλικό λεξικό, για τη λέξη environment, η οποία μάλιστα αναγράφεται ως en-viron-ment, βρίσκουμε την ερμηνεία: surroundings, circumstances, influences (Oxford/ A.S. Hornby) ή natural conditions e.g. land, air and water in which we live (Oxford Αdvanced learners dictionary). Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται στην Αγγλική είναι η ambience, κυρίως για την ατμόσφαιρα και η context, κυρίως για για τα περιβάλλοντα μια λέξη ή ένα κείμενο. Σε γαλλογαλλικό λεξικό, για τη λεξη environnement, μεταξύ άλλων βρίσκονται και οι εξής ερμηνείες: environ d’ un lieu ensemble des conditions naturelles (physiques, chimiques, biologiques) et culturelles (sociologiques) susceptibles d’ agir sur les organismes vivants et les activites humaines (petit ROBERTS 1). Στα γαλλικά χρησιμοποιείται και η λέξη ambience επίσης για την ατμόσφαιρα. Στα ιταλικά επικρατεί η λέξη ambiente και στα γερμανικά οι λέξεις umwelt για το φυσικό περιβάλλον, milieu για το κοινωνικό, umgebung για το περίγυρο και kontext για τα περιβάλλοντα μια λέξη ή ένα κείμενο (PONS / Κάουφμαν).
Η ιστορία του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη γη, μας καταδεικνύει ότι μόνο τους τελευταίους δύο αιώνες περίπου, ο άνθρωπος δρα σαν κατακτητής της φύσης. Από την εμφάνιση της προγονικής μορφής του ανθρώπου, πριν 2.000.000 περίπου χρόνια, μέχρι και το 1800 μ.Χ., οι ανθρώπινες δραστηριότητες επικεντρώνονταν στην απόσπαση από τη φύση κάποιων αγαθών που φτιάχνονταν μόνα τους. Επεξεργαζόταν φυσικά προϊόντα, προσαρμόζοντάς τα στις ανάγκες του, χωρίς να αλλάζει τη φυσική τους μορφή. Παραδείγματα της συμπεριφοράς του αυτής είναι η χρήση φωτιάς για θέρμανση ή ψήσιμο, η χρησιμοποίηση του ρόπαλου για το κυνήγι, η χρησιμοποίηση των εντέρων των ζώων για δέσιμο ή το στήσιμο παγίδων για πιάσιμο ζώων ως τροφή. Το τεχνητό αυτό θα λέγαμε περιβάλλον για χιλιάδες χρόνια μετά την εμφάνιση της οργανωμένης κοινωνίας και του πολιτισμού, ήταν απόλυτα αφομοιωμένο στο γήινο οικοσύστημα. Μόλις εδώ και δύο αιώνες και ίσως όχι για ολόκληρη την ανθρωπότητα ακόμη, έχουν ανατραπεί οι όροι της φυσικής παραγωγής και διαβίωσης.Έτσι το δημιουργημένο από τον άνθρωπο τεχνητό περιβάλλον, γίνεται όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό αυτοδύναμο απέναντι στη φύση αλλά και καθοριστικό για τη φυσική ισορροπία.
Ο άνθρωπος αποστασιοποιείται λοιπόν από τη φύση. Η ραγδαία εξέλιξη του εγκεφάλου του, του δίνει τη δυνατότητα να επεμβαίνει σ΄ αυτή, να την τροποποιεί και να τη φέρνει στα μέτρα του. Αυτή η δυνατότητα παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση, στη βάση των νόμων της ύλης, δυνατότητα παραβίασης και των φυσικών νόμων του οικοσυστήματός, χωρίς να είναι πάντα καταστροφική, γίνεται ωστόσο επικίνδυνη. Επικίνδυνη γιατί όπως αποδείχτηκε από την καθημερινή πρακτική, είναι δύσκολο ο άνθρωπος να γνωρίζει έγκαιρα και προπαντός να αντιμετωπίζει τις συνέπειες από την παραβίαση και των πιο ασήμαντων ακόμη πλευρών της πολύπλοκης εξάρτησής του από το συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε.
Όπως σε όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου, έτσι και στον άνθρωπο, υπάρχει βέβαια μια “ τάση ” για ανετότερη και επομένως πιο μακροχρόνια επιβίωση. Αυτό δεν αποτελεί μεμπτό στοιχείο της συμπεριφοράς του. Μεμπτό στοιχείο αποτελεί η νοοτροπία του κατακτητή που αποκτά. Χρησιμοποιεί τη φύση, περιφρονώντας τους κανόνες της και τους υπόλοιπους οργανισμούς της ίσως ακόμη και τους ίδιους τους ανθρώπους και το κυρότερο, δεν σρκείται μόνο στη βελτίωση αυτή της θέσης του αλλά τις περισσότερες φορές μοναδικός του γνώμονας γιαυτό είναι το οικονομικό του όφελος.
Η στάση αυτή του ανθρώπου αποδίδεται πολύ σωστά με τον όρο: ανθρωποκεντρική θεώρηση της φύσης. Όπως, σύμφωνα με τη γεωκεντρική θεωρία του Ίππαρχου που την έκανε γνωστή στους πολλούς ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, η γη θεωρούνταν το κέντρο του ηλιακού συστήματος και όλοι οι άλλοι πλανήτες περιστρεφόταν γύρω απ΄ αυτήν, έτσι και ο άνθρωπος, θεωρεί ότι αυτός είναι το κέντρο, ο άρχων της γης και όλοι οι άλλοι οργανισμοί (φυτικοί, ζωϊκοί και μικροοργανισμοί), απλά υπάρχουν γύρω του για να τον υπηρετούν. Μια στάση λαθεμένη που τόσα ανεπανόρθωτα δεινά έχει επιφέρει στον πλανήτη μας.
Στο σημείο αυτό λοιπόν τίθεται το ερώτημα: είναι η λέξη «περιβάλλον» αυτή που δίνει τη διάσταση στην έννοια που πρέπει πραγματικά να δηλώνει; Ή μήπως αποδίδει την ανθρωποκεντρική αυτή θεώρηση της φύσης; Λέγοντας δηλαδή “περι - βάλλον”, μήπως βάζουμε τον άνθρωπο στο κέντρο και όλα τα άλλα, τους υπόλοιπους δηλαδή οργανισμούς ή τους νόμους της φύσης γύρω του, ώστε να τα ελέγχει και να τα δαμάζει;
Μία από τις ερμηνείες της λέξης, που έχω ήδη παραθέσει, αυτή του Ομηρικού Λεξικού, είναι η: περιλαμβάνω τι με τι. Ίσως αυτή, μόνη από όλες τις ερμηνείες που μπόρεσα να συλλέξω, αποδίδει πιο σωστά την έννοια που πρέπει. Βέβαια και οι Λατινογενείς λέξεις: environment ή environnement, ή η γερμανική umwelt, που δηλώνουν κάτι μέσα στη φύση, είναι ορθότερες της ελληνικής « περιβάλλον ».


                                                                 Κολτσιδόπουλος Ευριπίδης
                                                                                      Βιολόγος
Μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδσς    του Κ.Π.Ε Μακρινίτσας

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Εισαγωγή.

Ο ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεσογειακών οικοσυ­στημάτων ή παρεξηγήθηκε ή δεν έγινε κατανοητός και αυτό επειδή η επίδραση της συνδυάστηκε με τις ανθρώπινες μεταπυρικές οικονομικές δραστηριότητες όπως της μη ελεγχόμενης βοσκής, των οικοπεδοποιήσεων, των κάθε είδους καταπατήσεων κ.λ.π.
Για να κατανοήσουμε τον πραγματικό ρόλο της φωτιάς στην οικολογία του μεσογειακού χώρου, θα πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη υπέρβαση και να ξεχάσουμε ότι μάθαμε ή γνωρίζαμε μέχρι σήμερα γι’ αυτές. Να κοιτάξουμε με θάρρος το πρόβλημα κατάματα, να σεβαστούμε τις φωτιές ως ένα φυσικό φαινόμενο, να τις γνωρίσουμε σε βάθος, να τις απομυθοποιήσουμε, για να παύσουμε να τις φοβόμαστε και να μάθουμε επιτέλους να ζούμε με την παρουσία τους.
Εδώ και μερικές δεκαετίες στη συνείδηση όλων των Ελλήνων οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της χώρας. Χωρίς καμιά επιφύλαξη, από τον πρώτο πολίτη της χώρας, μέχρι και το μικρότερο παιδάκι που μόλις άρχισε να συνειδητοποιεί το περιβάλλον που ζει, ρίχνουμε όλοι το ανάθεμα στις πυρκαγιές, θεωρώντας, ότι είναι η μοναδική αιτία της αποδάσωσης της χώρας. Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, με την ολοκληρωτική καταδίκη όλων των δασικών πυρκαγιών, αποβλέπει μάλλον χονδρικά στην απόρριψη της όποιας ιστορικής οικολογικής ωφελιμότητας της φωτιάς και αυτό ίσως είναι που κάνει την ουσιαστική αντιμετώπισής τους μη αποδοτική.
Η εισήγηση αυτή δεν έχει ως σκοπό να παίξει το ρόλο του συνηγόρου των δασικών πυρκαγιών. Σκοπεύει απλά να αποκαταστήσει ένα παρεξηγημένο φαινόμενο και να υποδείξει τον πραγματικό του ρόλο στη φύση. Είναι πολύ δύσκολη προσέγγιση. Εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο παρεξήγησης για τον επιστήμονα που κόντρα στην επικρατούσα άποψη και γνώση, παρουσιάζει την πραγματική οικολογική διάσταση της φωτιάς, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική, το αντίθετο μάλιστα. Για το λόγο αυτόν πρέπει να μελετηθεί με μεγάλη προσοχή. Είμαστε βέβαιοι, ότι εφόσον κατανοηθεί ο πραγματικός ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων και η σχέση που ανέπτυξε με αυτά στο πέρασμα των αιώνων, τότε και μόνο τότε ολόκληρη η κοινωνία μας θα αντιδρά με ψυχραιμία την περίοδο έξαρσης του φαινομένου και πολλά λάθη από αυτά που γίνονται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πυρική περίοδο, θα αποφεύγονται.
Κανείς δεν παραγνωρίζει ότι οι δασικές πυρκαγιές προκαλούν ποικίλες καταστροφές οι οποίες πολλές φορές κατα­λήγουν σε τραγωδίες, όπως συνέβη τα καλοκαίρια του 1993 και του 1998, του 2000 και του 2007 όπου εκτός των περιουσιών θρηνήσαμε και πολλούς νεκρούς. Και μόνο ο λόγος αυτός είναι αρκετός, για να κάνει ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια να γραφτεί το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Διότι εάν δεν κατανοηθεί, θα φαντάζει ως ασέβεια προς όλους αυτούς που έχασαν στις φλόγες αγαπημένα πρόσωπα. Και δεν είναι αυτή η πρόθεσή μας. Αντίθετα περιγράφοντας την ουσία του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών και τη δύναμη που περιέχουν οι φλόγες, θα φανεί ο τιτάνιος αγώνας που γίνεται από όλους τους δασοπυροσβέστες και το μέγεθος της θυσίας αυτών που έφυγαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.
Πριν μπούμε στην ουσία του φαινομένου, πρέπει να γίνει η βασική διάκριση μεταξύ των πυρκαγιών που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα ή τυχαία γεγονότα, της ακούσιας πρόκλησης φωτιάς, των δόλιων εμπρησμών και του ελεγχόμενου πυρός. Τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια για την οικολογική σχέση φωτιάς και μεσογειακών οικοσυστημάτων αφορά τις πυρκαγιές που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα ή τυχαία γεγονότα. Όμως όπως θα δούμε στη συνέχεια και εάν ακόμη βελτιωθούμε ως κοινωνία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην προκαλούμε εμπρησμούς, οι πρόκληση πυρκαγιών από φυσικές αιτίες, θα είναι πάντα μια πραγματικότητα. Δηλαδή δασικές πυρκαγιές θα υπάρχουν είτε υπάρχουν εμπρηστές, είτε όχι. Επομένως η αναγκαιότητα να γνωρίσουμε την ουσία του φαινομένου, δεν μειώνεται στο ελάχιστο από την παραπάνω διάκριση.

2.2       Μεσογειακό κλίμα.

Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών είναι απαραίτητο, να εξετάσουμε το χώρο που αυτές εμφανίζονται συχνότερα και τις ιδιαιτερότητές του.
 Κύριο χαρακτηριστικό των περιοχών του πλανήτη που εμφανίζουν τακτικά θερινές πυρκαγιές, είναι ότι, όλες βρίσκονται υπό την επίδραση του μεσογειακού κλίματος.
Μεσογειακό  κλίμα καλείται ο κλιματικός τόπος,  που τα καλοκαίρια είναι πολύ θερμά και ξηρά και οι χειμώνες ήπιοι και μέτρια βροχεροί. Κύριο χαρακτηριστικό δηλαδή είναι οι λιγοστές βροχές, που και αυτές πέφτουν τη χειμερινή περίοδο.
Επομένως, στις περιοχές με μεσογειακό κλίμα, η φυσική βλάστηση είναι υποχρεωμένη να αναπτύσσεται με ελάχιστο νερό, που αποθηκεύεται στο έδαφος κατά τη βροχερή περίοδο. Το καλοκαίρι όταν η βιολογική δραστηριότητα των φυτών είναι έντονη, το διαθέσιμο νερό είναι ελάχιστο. Επομένως για να επιβιώσουν τα φυτά, έπρεπε να προσαρμόσουν τις βιολογικές τους δραστηριότητες με τέτοιο τρόπο ώστε να διαχειρίζονται το νερό με μεγάλη οικονομία και χωρίς καμία σπατάλη.
Στη χώρα μας ο μεσογειακός κλιματικός τύπος συναντάται στην παραλιακή, λοφώδη και υποορεινή περιοχή (δηλαδή περιβάλλει την ηπειρωτική χώρα από την άκρη της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 700 μέτρων στο βορρά και 1000 μέτρων στο νότο). Εκτός από τις υψηλές κορυφές των βουνών της Κρήτης ολόκληρη η νησιώτικη χώρα βρίσκεται επίσης υπό την επίδρασή του.
Υπάρχουν στον πλανήτη πέντε περιοχές με κλίμα μεσογειακού τύπου. Και οι πέντε περιοχές βρίσκονται μεταξύ του 30° και του 40° παραλλήλων βόρεια και νότια του ισημερινού στα νότιο-δυτικά των μεγάλων ηπειρωτικών μαζών. Αυτές οι περιοχές είναι για μεν την Ευρασιατική ηπειρωτική μάζα η Μεσογειακή Λεκάνη, για τη Βόρεια Αμερική η Καλιφόρνια, για τη Νότια Αμερική η Χιλή, η Νότια Αφρική και τη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία. Η γεωγραφική ζώνη μεταξύ των 30° και 40° παραλλήλων, είναι η περιοχή όπου η καμπύλη του βαθμού θέρμανσης (σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος) έχει τη μεγαλύτερη ταύτιση με τη καμπύλη ακτινοβολίας του πλανήτη. Δηλαδή όση ηλιακή ακτινοβολία δέχεται, τόση ανακλάται στο διάστημα.
Επίσης οι περιοχές αυτές βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ξηρών και θερμών περιοχών το ισημερινού και των ψυχρών και υγρών περιοχών των πόλων.
 Σε παγκόσμια κλίμακα η κατανομή του μεσογειακού κλίματος και του οικοσυστήματος που το συνοδεύει, έχει πιθανά την πιο περιορισμένη κατανομή από κάθε άλλη κλιματική ζώνη ή μέγιστο τύπο οικοσυστήματος. Θεωρείται σχετικά πρόσφατα δημιουρ­γημένος τύπος κλίματος. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον πλειστόκαινο. Ο κλιματικός αυτός τύπος ταυτίσθηκε με τα ψυχρά ωκεάνια κλίματα και πιστεύεται, ότι εάν αυτά εξαφανιστούν, τότε μαζί τους θα χαθεί και το μεσογειακό κλίμα, αποτελώντας ένα περαστικό επεισόδιο της γεωλογικής κλίμακας.
Παρά την τεράστια απόσταση που χωρίζει τις πέντε περιοχές του πλανήτη με μεσογειακό κλίμα, παρά το ότι μεταξύ τους μεσολαβούν εκατοντάδες χιλιόμετρα ωκεανών, οι όμοιες κλιματικές συνθήκες συνετέλεσαν, ώστε να δημιουργηθεί ένας ομοιόμορφος τύπος βλάστησης ιδιαίτερης μορφής και σύνθεσης προσαρμοσμένος στις ιδιόμορφες τοπικές θερμικές και υδατικές συνθήκες. Τα σημαντικότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μεσογειακή βλάστηση είναι ότι τα φυτά που τη συνθέτουν έχουν σχεδόν στο σύνολό τους πολύ σκληρά φύλλα (σκληρόφυλλα),  που δεν τα ρίχνουν κατά τη περίοδο του χειμώνα (αείφυλλα).
Ο συγκεκριμένος τύπος βλάστησης πήρε διαφορετικά ονόματα στις διάφορες περιοχές του πλανήτη στα οποία εμφανίζεται.
Έτσι ονομάζονται: maquis στη Γαλλία και στο Ισραήλ, macchia στην Ιταλία, matorral στη Χιλή και την Ισπανία, chaparral στην Καλιφόρνια, renosterveld στη Νότια Αφρική και mallee στην Αυστραλία.
Κοινό όμως επιστημονικό όνομα, που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή βλάστηση, είναι "αείφυλλοι, σκληρόφυλλοι θάμνοι", (όρο τον οποίο χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα) ή απλούστερα μεσογειακή βλάστηση.
 Στις περιοχές όπου το διαθέσιμο για τα φυτά υδατικό δυναμικό χειροτερεύει λόγω τυχαίων γεγονότων όπως π.χ. η απογύμνωση των εδαφών από συχνές πυρκαγιές ή λόγω έντονης βοσκής, αναπτύσσεται μια συγγενική μορφή μεσογειακής βλάστησης αραιότερη και χαμηλότερη αποτελούμενη κυρίως από ημισφαιρικούς αγκαθώδεις γενικά φυλλοβόλους θάμνους, που είναι πιο καλά προσαρμοσμένοι στα υποβαθμισμένα αυτά εδάφη. Οι Έλληνες τα ονομάζουμε φρύγανα, οι Ισραηλινοί batha, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί garrique. Στην Ελλάδα αποτελούν συνήθως κυρίαρχους σχηματισμούς στα μικρότερα Αιγιοπελαγήτικα νησιά, εκεί όπου η βοσκή ασκείται σε περιορισμένες εκτάσεις. Τα φρύγανα διατηρούν πολλά από τα μορφολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά των αείφυλλων σκληρόφυλλων θάμνων.
Ποιες λοιπόν προσαρμογές ανέπτυξαν τα φυτά της μεσογειακής βλάστησης, ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται το ελάχιστο εδαφικό νερό, με τρόπο που να τα καλύπτει για ολόκληρο το  καλοκαίρι; Εκτός από την αειφυλλία και την σκληροφυλλία,  άλλα χαρακτηριστικά που απέκτησαν τα φυτά για την επιβίωσή τους είναι: η μείωση της βιολογικής δραστηριότητας κατά την περίοδο μακράς περιόδου ξηρασίας, η αλληλοπάθεια, η ανάπτυξη βαθύτερου  ριζικού συστήματος σε σχέση με το υπέργειο τμήμα των φυτών. Είναι προσαρμογές που έδωσαν στα φυτά την ικανότητα να επιβιώνουν στις ακραίες τοπικές μεσογειακές κλιματικές συνθήκες.
Και να πως λειτουργούν οι βασικότερες από τις προσαρμογές των φυτών και τα καθιστούν ικανά επιβίωσης στις ακραίες υδατικές μεσογειακές συνθήκες.
Αειφυλλία:
Τα περισσότερα φυτά περνούν τη χειμερινή περίοδο γυμνά από φύλλα. Ρίχνοντας τα φύλλα τους περνούν τη χειμερινή περίοδο με ασφάλεια, αφού μειώνονται όλες οι βασικές λειτουργίες της ζωής. Την επόμενη άνοιξη με την αύξηση των θερμοκρασιών αρχίζουν να βγαίνουν νέα φύλλα, ώστε να αρχίσει η φωτοσύνθεση που αποτελεί τη βάση της ζωής. Για να παραχθεί όμως η βιομάζα των φύλλων, χρειάζεται να καταναλωθούν τεράστιες ποσότητες νερού, από τα αποθέματα του εδάφους. Αυτό είναι δυνατό σε περιοχές με ομοιόμορφη κατανομή των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια του έτους. Όμως στις μεσογειακές συνθήκες εάν τα φυτά έριχναν τα φύλλα τους, θα έπρεπε να καταναλώσουν όλο το διαθέσιμο νερό κατά τη διάρκεια της άνοιξης, χωρίς τη δυνατότητα να το αναπληρώσουν, αφού τα καλοκαίρια πολλές φορές είναι τελείως άνυδρα. Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Κρατώντας τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα εξοικονομούν ακόμη και πενταπλάσια ποσότητα πολύτιμου εδαφικού νερού και το χρησιμοποιούν με μεγάλη οικονομία καθ’ όλη τη διάρκεια της θερινής περιόδου.
Σκληροφυλλία:   Όταν υπάρχουν υψηλές θερμοκρασίες, μεγάλες ποσότητες νερού εξατμίζονται περνώντας μέσα από τη λεπτή επιδερμίδα των φύλλων. Το φαινόμενο λέγεται εφυμενική διαπνοή. Τα μεσογειακά φυτά, προκειμένου να περιορίσουν την εφυμενική διαπνοή, δημιουργούν κάτω ακριβώς από την επιδερμίδα ένα στρώμα κηρωδών ουσιών, οι οποίες είναι αδιάβροχες. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται εξοικονόμηση της εσωτερικής υγρασίας του φυτού και περιορίζεται η σπατάλη του. Το κηρώδες στρώμα δίνει στα φύλλα τη χαρακτηριστική σκληρότητα, από όπου πήραν και το χαρακτηρισμό «σκληρόφυλλη βλάστηση».
Μείωση της βιολογικής δραστηριότητας.
Η διαπνοή είναι μία από τις βασικές λειτουργίες των φυτών. Χωρίς τη διαπνοή είναι αδύνατη η φωτοσύνθεση. Με τη διαπνοή διαχέεται στο περιβάλλον, η υγρασία που ανεβαίνει μέσω του ριζικού συστήματος στα φύλλα. Η διαπνοή εκτελείται από μικρά ανοίγματα που υπάρχουν στην επιδερμίδα του κάτω μέρους του φύλλου και ονομάζονται στομάτια ή στόματα.
Όταν στις συχνές περιόδους ξηρασίας των μεσογειακών περιοχών το νερό του εδάφους φθάνει σε οριακές τιμές, τα στόματα κλείνουν και σταματά η διαπνοή και μαζί της μειώνεται η βιολογική δραστηριότητα των φυτών. Δηλαδή τα μεσογειακά φυτά προκειμένου να αντέξουν στην έλλειψη υγρασίας, πέφτουν σε ένα είδος θερινής νάρκης, περιμένοντας να βελτιωθεί η υδρονομική κατάσταση του εδάφους. Είναι μια εκπληκτική αντίδραση προσαρμογής, χάρη στην οποία εξοικονομούν υγρασία, ώστε να μην κινδυνέψουν σε καμιά περίπτωση να μείνουν χωρίς νερό κατά τη μακρά θερινή περίοδο.
Αλληλοπάθεια.
 Κάθε κοινωνία φυτών αναπτύσσεται σε ανοιχτούς χώρους. Εκατομμύρια σπόροι διαφόρων ετήσιων και πολυετών φυτών, κυρίως αγρωστώδη, μεταφέρονται με τον άνεμο. Κάθε ένα από τα φυτά αυτά, εάν φύτρωνε, για να αναπτύξει τη βιομάζα του, θα απαιτούσε μέρος του ελάχιστου εδαφικού νερού. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μείωση των αποθεμάτων νερού στο έδαφος, οι μεσογειακές φυτοκοινωνίες ανέπτυξαν δύο αμυντικούς μηχανισμούς αποτροπής της φύτρωσης νέων φυτών.
Ο πρώτος αφορά τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργούν οι πυκνότατοι θάμνοι, οι οποίοι κυριολεκτικά κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος και εξαφανίζουν κάθε δυνατότητα φύτρωσης νέων σπόρων.
Ο δεύτερος είναι το φαινόμενο της αλληλοπάθειας. Ορισμένοι μεσογειακοί θάμνοι ανέπτυξαν την ικανότητα να τροφοδοτούν το έδαφος με ορισμένες ουσίες, οι οποίες λειτουργούν ως δηλητήρια. Συγκεκριμένα εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των νεαρών φυτών. Με αυτόν τον τρόπο εμποδίζεται η φύτρωση νέων φυτών άρα εξοικονομούνται μεγάλες ποσότητες υγρασίας. Για το λόγο αυτόν μέσα στα μεσογειακά δάση δεν υπάρχουν τα συνηθισμένα αγρωστωδή που συναντάμε σε άλλους δασικούς  τύπους.
Όμως και οι δύο μηχανισμοί αποτροπής φύτρωσης επιδρούν συγχρόνως και προς τους σπόρους των μεσογειακών θάμνων και πεύκων. Και οι μεν θάμνοι πολλαπλασιάζονται με την πρεμνοβλάστηση και τη ριζοβλάστηση, τα πεύκα όμως δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Έτσι οι σπόροι τους πέφτουν στο έδαφος, χωρίς να μπορούν να επιβιώσουν πέρα από λίγους μήνες στις υπάρχουσες ασφυκτικές συνθήκες.
Με λίγα λόγια τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοπάθεια που προκαλούν. Η φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια, ούτε τσεκούρια. Έτσι ένα πεύκο μπορεί να ρίχνει για δεκάδες χρόνια χιλιάδες σπόρους και από αυτούς να μην φυτρώσει ποτέ ούτε ένας. Με το πέρασμα των χρόνων θα γερνά χωρίς να αφήσει διαδόχους. Αυτό φυσικά σημαίνει υποβάθμιση, που από ένα σημείο και μετά είναι μη αναστρέψιμη.
Καθαρισμένο έδαφος κατάλληλο για φύτρωση σπόρων, χωρίς ανταγωνισμούς και αλληλοπάθεια, τα φυτά βρίσκουν μόνο μετά από πυρκαγιά.
Αυτή ακριβώς είναι και η πραγματική σχέση μεταξύ μεσογειακής βλάστησης και φωτιάς. Δηλαδή η φωτιά καθάριζε ανέκαθεν το έδαφος, προκειμένου να δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες ανανέωσης του δάσους, με νέα δένδρα. Μετά από χιλιάδες χρόνια, τα μεσογειακά οικοσυστήματα έχουν χάσει την ικανότητα αναγέννησης σε ακαθάριστες περιοχές. Χωρίς τις φωτιές τα μεσογειακά δάση θα παύσουν να υπάρχουν τουλάχιστον με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα.
Η δυνατότητα δημιουργίας πυρκαγιάς δεν έλειψε ποτέ από τα μεσογειακά κλίματα, αφού οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς στην κατάξερη βλάστηση είναι μεγάλη. Υπολογίζεται ότι, πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, κάθε δασική συστάδα καίγονταν τουλάχιστον μια φορά κάθε 100-130 χρόνια από φυσικά αίτια. Από την επόμενη ημέρα κάθε πυρκαγιάς το νέο μεσογειακό δάσος που δημιουργείται, ετοιμάζεται να καεί και πάλι. Τα πεύκα πλημμυρίζουν από ρητίνες και οι θάμνοι ξεχειλίζουν από αιθέρια έλαια. Στο έδαφος συγκεντρώνονται τόνοι από βελόνες, ξερά κλαδιά, νεκρούς θάμνους. Κάθε χρόνο συσσωρεύονται, μέσα στα δάση απίστευτες ποσότητες καύσιμου υλικού, που αναμένουν το τυχαίο γεγονός, την αμέλεια ή το δόλο για να ξανακαούν και μετουσιωθούν και πάλι μέσα από τις στάχτες σε νέο πιο φρέσκο και πιο ζωντανό δάσος.
Το ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν ελέγχονται από τον άνθρωπο, όσο και αν ο τελευταίος ανέπτυξε υψηλές τεχνολογίες και αύξησε τις δυνάμεις του, οφείλεται στο ότι ο δεσμός φωτιά-δάσος είναι πολύ πιο ισχυρός, από ότι μπορούμε να φαντασθούμε. Η συνεύρεσή τους κάποια στιγμή στο χώρο και στον χρόνο και τα αποτελέσματα που δημιουργούν τοπικά, δεν είναι τυχαίο γεγονός, αλλά το αναπόφευκτο στάδιο μιας διαδικασίας, η οποία επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια. Η διαδικασία αυτή έχει αρχή, μέση και τέλος. Η αρχή γίνεται με την εξασφαλισμένη φυσική αναγέννηση, που θα περιγραφεί στη συνέχεια. Η μέση διαρκεί από την εποχή της ωρίμανσης του δάσους, όπου με μεγάλη υπομονή κύτταρο - κύτταρο η φύση το ξανασχεδιάζει, τοποθετώντας κάθε δένδρο και θάμνο στην ακριβή του θέση, βοηθώντας το να παίξει το ρόλο που πρέπει στην επιβίωση ολόκληρου του οικοσυστήματος. Το τέλος έρχεται με την πυρκαγιά. Και μετά ξανά ο κύκλος.
Εάν δεν υπάρξει πυρκαγιά, δεν υπάρχει κύκλος, ούτε και διαδικασία. Εάν καταφέρουμε οι άνθρωποι να τελειοποιήσουμε τα μέσα μας και η δασοπυροσβεστική απόδοσή μας φθάσει στο αποκόρυφο, τότε το μόνο που θα επιτύχουμε είναι να επιφέρουμε ακόμη μια διαταραχή από τις χιλιάδες που έχουμε κάνει και ταλαιπωρούμε τον πλανήτη και τους εαυτούς μας. Η διαταραχή που θα επιφέρει η υπερπροστασία, μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη, αφού όταν θα ολοκληρώσουν το βιολογικό τους κύκλο και τα τελευταία πεύκα χωρίς να αφήσουν απογόνους, όταν δηλαδή τελειώσουν οι σπόροι, θα τελειώσει και το μεσογειακό δάσος, όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα. Μπορεί να μετατραπεί σε θαμνοτόπος, μπορεί σε φρυγανοτόπος, μπορεί σε ανοιχτό λιβάδι. Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Ούτε μπορούμε να μοντελοποιήσουμε την εξέλιξη. Δεν ήμαστε σε θέση να διαβάσουμε τη φύση και να αντιγράψουμε τη μελλοντική της συμπεριφορά.
Είναι φυσικό να ανησυχούμε για την ύπαρξη των δασών μας μετά από κάθε φωτιά. Εάν όμως πράγματι οι φωτιές κατέστρεφαν τα δάση, τότε η χώρα μας και οι υπόλοιπες περιοχές με μεσογειακό κλίμα θα ήταν μια απέραντη έρημος από την αρχαία ακόμη εποχή. Εάν η Σάμος που την προηγούμενη δεκαετία κάηκε τουλάχιστον τρεις φορές με τεράστιες πυρκαγιές, είχε χάσει τα δάση της, τότε τι έκαιγαν τόσες ημέρες οι φωτιές του 2000; Τι καίγεται και ξανακαίγεται στην ταλαίπωρη Αττική;
Εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί ως κοινωνία, είναι οι συχνές πυρκαγιές. Η μείωση των μεσοδιαστημάτων των πυρκαγιών, εξαιτίας της κακής μας συμπεριφοράς  αποτελεί μια πολύ σοβαρή διαταραχή. Δάση που ξανακαίγονται πριν ωριμάσουν βιολογικά και πριν δημιουργήσουν απόθεμα σπόρων, οδηγούνται σε μη αναστρέψιμες υποβαθμίσεις. Και θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή όλοι μας στο σημείο αυτό. Να μην καίγονται νεαρά ανώριμα δάση. Η προτεραιότητα στην προστασία πρέπει να δοθεί σε αυτά τα δάση. Άλλωστε η καύσιμη βιομάζα είναι λίγη και η αντιμετώπιση αυτών των πυρκαγιών είναι εύκολη υπόθεση.
Οι Δασοπυροσβεστικές Υπηρεσίες των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας  λειτουργούν υποδειγματικά, έχουν βελτιώσει τα μέσα και τον εξοπλισμό τους και παρά το ότι δεν έχουν εκεί το κίνητρο του εκούσιου εμπρησμού για ιδιοκτησιακούς λόγους, βλέπουμε συχνά τεράστιες πυρκαγιές σε έκταση και διάρκεια να κατατρώγουν όχι μόνο δάση αλλά και ολόκληρους οικισμούς.
Εκείνο που καταγράφει ο παρατηρητής της συμπεριφοράς των ανθρώπων είναι ότι σε καμιά περιοχή με μεγάλες πυρκαγιές, οι δασοπυροσβεστικές δυνάμεις δεν εισπράττουν την εχθρότητα ή την απαξίωση που αντιμετωπίζουν στη χώρα μας. Ο ένας λόγος είναι ότι εκεί οι πολίτες είναι ενημερωμένοι. Γνωρίζουν την αλήθεια για το φαινόμενο και αναλαμβάνουν προσωπικά το ρίσκο της κατοίκησης σε δασική περιοχή. Ο άλλος λόγος είναι ότι οι σχεδιασμοί αντιμετώπισης εκεί δίνουν προτεραιότητα όχι στην καθ’ εαυτού κατάσβεση, όσο στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Θα έπρεπε επομένως αντί μετά από κάθε πυρκαγιά να επικρίνουμε τις δασοπυροσβεστικές δυνάμεις για ανικανότητα αντιμετώπισης του φαινομένου, να τις επιβραβεύουμε για το κάθε δένδρο, σπίτι ή ζωή που καταφέρνουν να σώσουν από τις φλόγες. Κανείς δεν είναι υπεράνθρωπος για να τοποθετηθεί με αξιώσεις ενάντια στις επιθυμίες και στις ανάγκες της φύσης. Την απαξιωτική αντιμετώπιση της κοινωνίας μας την δέχθηκε παλιότερα η Δασική Υπηρεσία, ενώ τα τελευταία χρόνια αυτή μεταφέρθηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, όταν της ανατέθηκε η ευθύνη της κατάσβεσης.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής:
1.        Θεωρητικά δεν υπάρχει μεσογειακό δάσος που δεν θα καεί στο άμεσο μέλλον με ή χωρίς τη συμμετοχή του ανθρώπου
2.        Δεν υπάρχει ώριμο μεσογειακό δάσος που κάηκε και προστατεύθηκε, χωρίς να αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αντίθετα σε περιοχές που δεν κάηκαν τον τελευταίο αιώνα, παρατηρούμε ότι τα πεύκα λιγοστεύουν κάθε χρόνο, χωρίς να έχουν δυνατότητα αναγέννησης.
3.        Το επιστημονικό ερώτημα και προβληματισμός είναι: «εάν αναπτύξουμε την τεχνολογία και την αποτελεσματικότητα των δασοπυροσβεστικών μέτρων και καταφέρουμε να σβήνουμε κάθε φωτιά στη γένεσή της, θα σώσουμε τα μεσογειακά δάση»; Μήπως μετατρέψουμε τις περιοχές με μεσογειακό κλίμα σε απέραντους θαμνότοπους, αφού τα πεύκα θα έχουν εξαφανισθεί;
4.        Στην οικολογική σχέση μεταξύ πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων βρίσκεται η απάντηση γιατί οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη τεχνολογικά αδύναμος να αντιμετωπίσει πολλά από τα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες ή οι τυφώνες. Ανάμεσα σε αυτά είναι και οι δασικές πυρκαγιές.
5.        Τα μεσογειακά οικοσυστήματα με την οργάνωση που διαθέτουν, είναι βέβαιο ότι θα αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του αιώνιου κύκλου φωτιάς-αναγέννησης.
6.        Το οικολογικό πρόβλημα που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται κυρίως στη διαταραχή της συχνότητας των επαναλήψεων των πυρκαγιών. Ενώ δηλαδή χωρίς την παρουσία του ανθρώπου εκτιμάται ότι τα μεσογειακά οικοσυστήματα καίγονταν μια φορά τον αιώνα, σήμερα παρουσιάζονται οι φωτιές πολύ συχνότερα.
7.        Η σχέση φωτιάς και οικοσυστημάτων σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα εμφανίζεται και στις πέντε περιοχές του πλανήτη που βρίσκονται υπό την επίδραση του συγκεκριμένου κλίματος.
Στα επόμενα κεφάλαια θα συζητηθούν οι προσαρμογές που αναπτύχθηκαν στα διάφορα μεσογειακά είδη, για να μπορούν να αναγεννώνται μετά την καταστροφή τους από πυρκαγιά.

Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές

Τα φυτά, πρώτα από όλα, έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το καθαρισμένο έδαφος και να επιτύχουν τη συνέχειά τους.
Είναι όμως δυνατόν; Μπορεί η φύση να μετατρέψει τον θάνατο σε ζωή, την καταστροφή σε δημιουργία; Μπορεί ο Φοίνικας να μην ήταν ένας μύθος; Τα δένδρα δεν έχουν πόδια για να τρέξουν και δεν ανοίγουν φωλιές στο έδαφος για να προφυλαχθούν, όπως συμβαίνει με τα ζώα και ούτε φτερά για να πετάξουν, όπως κάνουν τα πουλιά. Πως λοιπόν εκμεταλλεύονται το γυμνό έδαφος που δημιουργεί προσωρινά η φωτιά, αφού και τα ίδια είναι μοιραία θύματά της;
Καθώς οι έρευνες της οικολογικής σχέσης φωτιάς και δάσους στη χώρα μας και παγκόσμια προχωρούν, ξετυλίγεται ένα νέο κουβάρι αποκτούμενης γνώσης, για μια απίστευτη δυναμική αντίδρασης της φύσης που καθοδηγείται από μια λογική πολύ πέρα από την ανθρώπινη. Πυρόφυτα
Η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς εκτίμησαν, ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά γι’ αυτό τα ονόμασαν "πυρόφιλα". Η λέξη αυτή αντικ αταστάθηκε αργότερα από τη λέξη "πυρόφυτα", για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις, αλλά και να επισημανθεί το γεγονός, ότι τα φυτά αυτά μπορούν να διεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν. Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε παθητικά και σε ενεργητικά πυρόφυτα.
Παθητικά πυρόφυτα
Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα η φελλοφόρος δρυς με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο (το ζωντανό τμήμα του φυτού) από την υπερθέρμανση, το αρμυρίκι, ο ίταμος και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους, η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές, καθώς και διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος, όπου δεν κινδυνεύουν από τις φλόγες.
Ενεργητικά πυρόφυτα
Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης, είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο ρείκι, στην άρκευθο και στους υπόλοιπους μεσογειακούς θάμνους, είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με  τα λαδάνια.
Αξίζει εδώ να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο μηχανισμό αντίστασης και προσαρμογής των ενεργητικά πυροφύτων ειδών στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις πυρόπληκτες περιοχές και ιδίως σε ότι αφορά τους αείφυλλους θάμνους και τα κωνοφόρα είδη.

Προσαρμογή των αείφυλλων-σκληρόφυλλων θάμνων και φρύγανων.

Οι αείφυλλοι θάμνοι και τα φρύγανα ανα­νεώνουν ένα μέρος των φύλλων τους ακόμη και το καλοκαίρι, με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης πάνω στο έδαφος, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση και μετάδοση της φωτιάς. Στο φυλλό­στρω­μα αυτό πρέπει να συνυπο­λο­γι­στεί και η νεκρή βιομάζα των ετή­σιων ποωδών φυτών που φυ­τρώ­νουν στα διάκενα και στα μονοπάτια του δάσους. Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες που είναι κατά κανόνα εύφλεκτα υλικά.
 Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα, ενώ τα ριζώματα δηλαδή οι κοιμώμενοι οφθαλμοί διατηρούνται ανενεργοί σε ολόκληρη τη ζωή του φυτού, λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ώστε να  προστατεύονται από τις φλόγες. Η κουμαριά, το δενδρώδες ρείκι, η άρκευθος, το φιλλίκι και άλλοι θάμνοι παράγουν τους νέους βλαστούς από το «ρίζωμα» που βρί­σκεται κάτω από το έδαφος και μοιάζει με ρόζο. Ο ρόζος είναι ανθεκτικός στις υψηλές θερμοκρασίες και δύσφλεκτος. Για το λόγο αυτόν χρησιμοποιείται στην κατασκευή της πίπας των καπνιστών.
Όταν καεί το δάσος, τον πρώτο χρόνο η ταχύτητα ανάπτυξης των πρεμνοβλαστημάτων είναι πολύ μεγάλη (διότι οι θάμνοι εκμεταλλεύονται τις αποθησαυριστικές ουσίες που συγκέντρωσαν στις ρίζες τους). Οι περισσότεροι θάμνοι έχουν επίσης την ικανότητα να ριζοβλαστάνουν αμέσως μετά την φωτιά ενεργοποιώντας κοιμώμενους οφθαλμούς των ριζών, που βρίσκονται πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, βλαστάνει εκτός από τη βάση του κορμού και από τις ρίζες. Η ταχύτατη παραβλάστηση και η σύντομη κάλυψη του εδάφους από τα νέα παραβλαστήματα και ριζοβλαστήματα, έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην προστασία του εδάφους από ενδεχόμενες διαβρώσεις
Οι έρευνες έδειξαν ότι οι θάμνοι που «ενοχοποιούνται» για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, όπως η σουσούρα, πρεμνοβλαστάνουν με καθυστέρηση δύο ή τριών χρόνων, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο βλάστησης των σπόρων της πεύκης.
Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θαμνότοποι και οι φρυγανότοποι αποτελούν περίπου το 37% της μεσογειακής βλά­στησης, δηλαδή καταλαμβάνουν γύρω στα 250.000 τετρα­γωνικά χιλιόμετρα. Οι καιγόμενες κάθε χρόνο εκτάσεις σε αυτού του είδους τη βλάστηση, μπορεί να υπολογιστούν περίπου στο 50% της συνολικής έκτασης που καίγεται ετησίως. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλό σε απόλυτες τιμές, αλλά πολύ χαμηλό σε οικονομική και κοινωνική σημασία, σε σχέση με το κόστος που υπάρχει στην περίπτωση πυρκαγιάς των δασών της χαλεπίου πεύκης.
Η κατάσβεση των πυρκαγιών των αείφυλλων-σκληρόφυλλων θάμνων είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως όταν φυσούν ισχυροί άνεμοι, εξαιτίας της πυκνής καύσιμης βιομάζας που συγκεντρώνουν και των αναρίθμητων καύτρων που δημιουργούνται. Επί πλέον τα θαμνοτόπια αυτά διατηρήθηκαν στις πλέον ακατάλληλες για προ­σπέλαση οχημάτων περιοχές, όπως σε βραχώδεις εκτάσεις ή σε εκτάσεις με πολύ έντονες κλίσεις, όπου η προσπάθεια κατάσβεσης γίνεται πολύ δύσκολη.

Προσαρμογή των πεύκων

Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη είναι τα πιο διαδεδομένα πεύκα στη χώρα μας. Καταλαμβάνουν μια έκταση περίπου 567.700 εκτάρια δηλαδή το 8.71% των ελληνικών δασών και το 50% της όλης έκτασης που καλύπτουν όλα μαζί τα κωνοφόρα μας. Γεωγραφικά τα δυο αυτά είδη πεύκων δεν συναντώνται πουθενά, διότι η μεν χαλέπιος εμφανίζεται δυτικά της νοητής γραμμής Στρυμονικός Κόλπος –δυτικό όριο Κρήτης και η τραχεία πεύκη ανατολικά της.
Υπολογίζεται ότι κατά την αρχαιότητα καταλάμβαναν έκταση περίπου 1.250.000 εκταρίων (διπλά­σια δηλαδή από τη ση­μερινή). Το 30% από τις εκτάσεις αυτές (περίπου 375.000 εκτάρια) αποδόθη­καν στη γεωργία και άλλες οικονομικές ανθρώπινες δρα­στηριότητες. Παρατηρούμε λοιπόν ότι παρά την κατασπατάληση από τον άνθρωπο σε ξύλευση, από την έντονη βοσκή και από τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές (φυσικές και εμπρησμοί) μόλις 300.000 εκτάρια υποβαθμίσθηκαν τελείως και έχασαν οριστικά τα δάση τους. Η χαλέπιος και η τραχεία κατάφεραν να επιβιώσουν κυριολεκτικά από τη φωτιά και το τσεκούρι και να διατηρούν­ται σήμερα κυρίαρχες στις απρόσιτες ή στις λιγότερο γόνιμες περιο­χές της χώρας (ασβεστολιθικές, γρα­νιτικές κ.λπ.).
Σήμερα τα δάση της χα­λεπίου και της τραχείας καί­γονται πε­ρίπου 2 φορές μέσα σε κά­θε αιώνα, στις περιαστικές περιοχές ακόμη συχνότερα. Πριν από την εμφάνιση του αν­θρώ­­που ο μόνος τρόπος για να καεί μια έκταση ήταν κυρίως ο κεραυνός και πιθανά και  τα ηφαί­στεια. Σήμερα οι πυρκα­γιές από τους κεραυνούς περιορίζονται μόλις στο 1,6% για τις Μεσογειακές χώρες (2.2% για τη χώρα μας). Οι εκτάσεις που καίγονται κάθε χρόνο εξαιτίας των κεραυνών, υπολογίζονται μόλις στο 2,3% του συνόλου των καμένων εκτάσεων. Όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν παλιά, πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, ξέσπαγε μια πυρκαγιά, μπορεί και να έκαιγε για εβδομάδες, διότι τα δάση ήταν συνεχή σε βουνά και σε πεδιάδες και μόνο τυχαία περιστατικά θα μπορούσαν να τη σβήσουν (βροχή, αλλαγή κατεύθυνσης αέρα, φυσικά εμπόδια κ.λπ.).
 Πώς λοιπόν η χαλέπιος και η τραχεία μπορεί να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται μετά από τις τόσο καταστρεπτικές πυρκαγιές; Τι πράγματι συμβαίνει και ποιες προσαρμοστικές δυνάμεις κρύβουν;
Τα θερμόβια πεύκα αρχίζουν να σπερμοφορούν από πολύ νωρίς (ακόμη και από ηλικία 10 ετών). Οι κώνοι (κουκουνάρια) ωριμάζουν συνήθως Απρίλη ή Μάη τον τρίτο χρόνο από την εμφάνιση του άνθους. Πολλοί από τους κώνους αυτούς ανοίγουν και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος, ενώ άλλοι ανοίγουν την επόμενη χρονιά ή και τη μεθεπόμενη. Ένας σημαντικός αριθμός όμως κώνων διατηρείται κλειστός στα κλαδιά, περιέχοντας σπόρους σε πλήρη βλαστική ικανότητα συνήθως μέχρι 5 χρόνια (μερικές φορές και περισσότερο). Η συμπεριφορά αυτή αποτελεί σπάνιο οικολογικό φαινόμενο. Συνήθως οι καρποί με τους σπόρους όταν ωριμάσουν πέφτουν στο έδαφος.
Οι κώνοι σε κανονικές πυρκαγιές, όπου οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται φθάνουν τους 400° έως 700°C  δεν καταστρέφονται και προστατεύουν τους σπόρους, ώστε να μην χάνουν τη φυτρωτική τους ικανότητα.
Σε κάθε ώριμο πεύκο κανονικής ανάπτυξης, δημιουργούν­ται κάθε χρόνο περίπου κατά Μ.Ο. 300 κώ­νοι. Από αυτούς πα­ρα­μέ­νουν κλειστοί επάνω στο δένδρο γύρω στους 100 και σε κάθε έναν περίπου κώνο περικλείονται γύ­ρω στους 70 βιώ­σιμοι σπό­ρων. Δηλαδή σε κάθε δένδρο χαλεπίου ή τραχείας πεύκης υπάρ­χει απόθεμα περίπου 7.000 σπό­ρων, πέρα από αυτούς που ωριμάζουν την ίδια χρονιά.
Όταν ξεσπάσει πυρκα­γιά, οι υψηλές θερμο­κρα­σίες ενεργοποιούν ειδικούς μηχανισμούς, οι οποίοι προκαλούν άνοιγμα των κώνων μέσα στις επόμενες 48 ώρες, αφού το γυμνό πια έδαφος έχει κρυώσει. Ανοίγοντας οι κώνοι, διασκορπίζουν τα σπέρματα σε μια απόσταση που υπολογίστηκε ότι είναι τριπλάσια με τετραπλάσια περίπου από το ύψος που βρίσκεται ο κώνος. Ο διασκορπισμός αυτός υποβοηθείται από πτερύγια που διαθέτουν τα σπέρματα.
Εάν υποθέσουμε, ότι το μέσο του ύψους μιας χαλεπίου πεύκης βρίσκεται στα 10 μέτρα, τότε θα πρέπει να αναμένεται, ότι κάθε δένδρο θα καλύπτει επιφάνεια γύρω στα 4 στρέμματα, στην οποία θα διασκορπιστούν τα 7.000 αποθεματικά σπέρματα. Η έκταση αυτή γίνεται μεγαλύτερη σε κεκλιμένα εδάφη, όπου λόγω του βάρους των σπόρων ή ακόμη και με τη βοήθεια του νερού των βροχών, μετακινούνται προς τα κατάντη. Εάν λάβουμε υπόψη, ότι σε κάθε στρέμμα υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια δένδρα μπορούμε να αντιληφθούμε τον αριθμό των σπόρων που διασκορπίζονται μετά από κάθε πυρκαγιά.
Όλοι αυτοί οι σπόροι, αμέσως μετά τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια, φυτρώνουν, δίνοντας μετά μερικές εβδομάδες στο περιβάλλον την όψη κήπου με γκαζόν. Από τα χιλιάδες νεαρά φυτάρια, μέσα από τη διαδικασία του ανταγωνισμού και της φυσικής επιλογής, τελικά θα επιβιώσουν λίγα, τα οποία όμως θα έχουν τα καλύτερα γενετικά χαρακτηριστικά και θα παρουσιάζουν τις καλύτερες προσαρμογές για το τοπικό περιβάλλον.
Τον πρώτο χρόνο το νεαρό φυτό δημιουργεί πλούσιο ριζικό σύστημα που φθάνει μέχρι και 1,5 μέτρο, εάν το επιτρέπει το έδαφος. Επειδή τα πεύκο είναι λιτοδίαιτο είδος, σε βάθος έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται στα πλέον ακραία από κλιματεδαφικής άποψης περιβάλλοντα. Αυτό εξηγεί την καταπληκτική ικανότητα ανάπτυξης των πευκοδασών στις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές και εκεί όπου η οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου έχει διαταράξει ριζικά πολλούς από τους οικολογικούς παράγοντες.
Για το λόγο αυτόν θα πρέπει κατά τη συλλογή των σπόρων για τα φυτώρια να λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να αφήνεται σημαντικό ποσοστό κώνων σε κάθε δένδρο και η κωνοσυλλογή να γίνεται ομοιόμορφα από ολόκληρη την επιφάνεια.
Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα φρύγανα της οικο­γένειας Cistaceae, τα γνωστά λαδά­νια. Αυ­τά αναπτύ­σ­σον­ται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς, με ψη­λό βαθμό κάλυψης, σε ξεχερσωμένες εκτάσεις και σε πυρόπληκτες ζώνες. Τα λαδάνια δημιουργούν πολύ μικρούς και ελαφρούς σπόρους, οι οποίοι όταν ωριμάζουν, πέφτουν και εισχω­ρούν βαθιά σε σχισμές του εδάφους, όπου είναι αδύνατο να φθάσουν οι φλόγες. Στο έδαφος οι σπόροι μπορεί να διατηρηθούν σε λήθαργο μέχρι και τρία χρόνια, διατηρώντας τη φυτρωτική τους ικανότητα. Όταν το έδαφος απογυμνωθεί, είτε λόγω ξεχερσώματος, είτε λόγω πυρκαγιάς και υπερθερμανθεί κατά τη διάρκεια των θερμών ημερών, οι σπόροι δραστηριοποιούνται και φυτρώνουν.
Την ταχύτατη κάλυψη του εδάφους με λαδάνια συμπληρώνουν και σπόροι από τις γύρω άκαυτες περιοχές, οι οποίοι λόγω του πολύ μικρού βάρους μεταφέρονται εκατοντάδες μέτρα από τους ανέμους. Τα λαδάνια παίζουν σπουδαίο οικολογικό ρόλο στην επιβίωση των μικρών πεύκων, υποστηρίζοντάς τα τόσο από τις υπερθερμάνσεις του εδάφους κατά το καλοκαίρι, όσο και από τους χειμερινούς παγετούς.

Χρήσιμο συμπέρασμα

Από την ιδιόμορφη αυτή οικολογική συμπεριφορά των ειδών της μεσογειακής βλάστησης προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα, το οποίο πρέπει να έχει υπόψη του ο μεταπυρικός σχεδιαστής της αποκατάστασης των καμένων οικοσυστημάτων.
Τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους και της αντοχής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης στην έλλειψη εδαφικού νερού και στις συχνές πυρκαγιές, πρέπει να θεωρηθεί εξ αρχής ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να αποκλειστεί σε ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες. Σε περίπτωση αλλαγής του είδους, οι αρνητικές οικολογικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς είναι πολύ μεγαλύτερες και συχνά μη αναστρέψιμες. Αντίθετα, οι πυρκαγιές στη μεσογειακή ζώνη αλλά και οι αναδασώσεις με είδη της μεσογειακής βλάστησης, δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, εκτός αν εξωγενείς παράγοντες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση κ.ά.) διαταράξουν τη φυσική πορεία των πραγμάτων. Πρέπει η προσοχή των διαχειριστών των δασών και των δασοπυροσβεστικών δυνάμεων να εστιασθεί κυρίως στην προσπάθεια προστασίας κατά προτεραιότητα νεαρών δασοσυστάδων (δηλαδή που κάηκαν πρόσφατα), ώστε να τις δοθεί η δυνατότητα ολοκλήρωσης των αυστηρών φυσικών οικολογικών κύκλων και διεργασιών που προσδιόρισε η φύση για τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα. Περισσότερα όμως για το θέμα θα αναφέρουμε στο κεφάλαιο της μεταπυρικής διαχείρισης των δασών.

Αιτίες των συχνών πυρκαγιών στα Μεσογειακά οικοσυστή­ματα.

Οι αιτίες των αυξη­μέ­νων πυρκαγιών των μεσογειακών πευκοδασών είναι:
α. Τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας βρίσκονται πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές και σε περιοχές όπου τους επικίνδυνους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός αυξάνει σημαντικά, λόγω τουρισμού.
β. Σπάνια τα δάση αυ­τά βρίσκονται χωρίς τη συ­νο­δεία των πολύ εύφλεκτων αεί­φυλ­λων θάμνων. Ο πυ­κνός υπόροφος αυξάνει, όχι μόνο τον κίνδυνο πυρκαγιάς αλλά και μετατρέπει ακί­νδυνες έρπουσες πυρκαγιές, σε καταστροφικές επικό­ρυ­φες.
γ. Η χαλέπιος κατά κύριο λόγο και η τραχεία κατά δεύτερο, περιέχουν μεγάλες ποσότητες ρητίνης, που είναι ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο υλικό.
δ. Λόγω της φωτοφιλίας των μεσογειακών πεύκων, έχουμε πολύ εύκολη ξήρανση των κατώ­τερων κλαδιών που σκιάζονται τα οποία αποτελούν μια πρώτης τάξης καύσιμη ύλη.
ε. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έξαρση των πυρκαγιών των παραλιακών πευκοδασών, που οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η κατα­κό­ρυφη αύξηση της αξίας των παραλιακών οικοπέδων, που οδηγεί σε εκούσιους εμπρησμούς. Ο δεύ­τερος είναι η εγκατάλειψη της αγροτικής απασχόλησης από τους κατοίκους των μι­κρών πόλεων και των χωριών, οι οποίοι έπαιρναν σημαντικό ποσό καύσιμης ύλης για οικιακή χρήση.
στ. Ανάμεσα από τα δάση υπάρχουν διάσπαρτα σιταροχώραφα. Πολλές πυρκαγιές ξεκινούν από το κάψιμο της καλαμιάς, ιδίως όταν αυτή γίνεται σε ημέρες υψηλού κινδύνου.
Είναι δύσκολο να αναγνω­ριστούν γενικοί κανόνες, οι οποίοι να κα­θορίζουν την κατά χώρο κατανομή της φωτιάς. Αυτή εξαρτάται από πολυάριθμους τοπικούς παράγοντες. Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι οι πυρκαγιές παρουσιάζουν ευθεία αναλογία με τους ανθρώπινους πληθυσμούς. Όσο οι πληθυσμοί αυξάνουν, αυξάνουν και τα επεισόδια πυρκαγιών και το αντίθετο. Πολλές φωτιές ξεκινούν από τα πρανή των αυτοκινητοδρόμων ή των σιδηροτροχιών και γύ­ρω από περιοχές εγκα­τα­στάσεων κάμπινγκ ή προσω­ρινές διαμονές καλο­καιρινών επισκεπτών.
Ένα μεγάλο ποσοστό πυρκαγιών συμβαίνει κατά τη διάρκεια του καλο­και­ριού (το 45%-65% μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου). Υπάρχει μια μικρή έξαρση την άνοιξη από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο (20%-35%), (όταν καίγονται τα κλαδιά των αποκλαδώσεων).
Οι περισσότερες πυρκαγιές ξεσπούν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το 80% ξεκινούν μεταξύ 9 π.μ. και 6 μ.μ. και από αυτές το 70 % μεταξύ 11 π.μ. και 5 μ.μ..
Υπάρχουν πολλές αιτίες πρόκλησης πυρκαγιών, οι οποίες βέβαια ποικίλουν από χώρα σε χώρα.
Στην Μεσογειακή Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) ο αυξημένος αριθμός θερινών τουριστών προκαλεί πολλές πυρκαγιές από αμέλεια. Εκατομμύρια τουρίστες συσσωρεύονται στις μεσογειακές πα­ραλίες, στο μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου. Πικνίκ, φωτιές στα κάμπινγκ, αναμμένα τσιγάρα που πετιούνται από αυ­το­κί­νητα και τρένα, σπασμένα μπουκάλια που λειτουργούν ως εστιακοί φακοί, αποτελούν μερικές μόνο από τις αιτίες πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια. Στις υπανάπτυκτες περιοχές οι εμπρησμοί από τους βοσκούς κατέχουν ακό­μη πολύ σοβαρό πο­σοστό. Αυτό συμ­βαίνει στην Κορσική και σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας, Ελ­λάδας, Τουρκίας, Ισπανίας και Αλγερίας.
Στην Ευρώπη που υπάρχουν στατιστικά δεδομένα ε δώ και αρκετές δεκαετίες, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ορισμένες τάσεις. Έτσι παρατηρούμε, ότι ενώ ο αριθμός των δασικών πυρκαγιών αυξήθηκε, οι καμένες εκτάσεις παρέμειναν οι ίδιες ή και κάπως ελαττώθηκαν. Ο μέσος όρος της καμένης έκτασης από τη φωτιά μειώθηκε κυρίως χάρη στην ανάπτυξη των συστημάτων πρόληψης και καταπολέμησης της φωτιάς.
 Για τον Ελληνικό χώρο οι αιτίες πυρκαγιών υπολογίστηκαν ως εξής:

1.    Αμέλειες                                              
42,8%
1.1  Καύση καλαμιάς-ξερόκλαδων         
12,8%
1.2 Τσιγάρα-σπίρτα                                 
17,8%
1.3 Βολές από στρατιωτικές ασκήσεις                  
0,7%
1.4 Σύρματα ΔΕΗ - τραίνα ΟΣΕ                
0,7%
1.5 Σπινθήρες μηχανών                              
2,1%
1.6 Εργαζόμενοι στην ύπαιθρο                  
2,9%
1.7 Εκδρομείς-κυνηγοί                                
1,3%
1.8 Κάπνισμα μελισσιών                            
0,5%
1.9 Καύση σκουπιδιών                               
6,1%
2.  Πρόθεση                                                
29,3%
3  Άγνωστες αιτίες                                       
25,7%
4  Κεραυνοί                                                   
2,2%





ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

Τρία είναι τα στάδια του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών: η πρόληψη, η καταστολή και η μεταπυρική διαχείριση των καμένων εκτάσεων. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα στάδια αυτά περιγράφοντας από τη μια την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα μας και από την α΄λλη κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις, ώστε να διορθωθεί ότι είναι δυνατόν, να διορθωθεί.


Πρόληψη.

Τα μέτρα πρόληψης εξαρτώνται από την απόδοση της Δασικής  Υπηρεσίας
που ενώ πραγματοποίησε θαύματα, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τα δάση, κατά τη διάρκεια δύο παγκοσμίων πολέμων, εμφυλίων σπαραγμών και της σύγχρονη επέλασης των καταπατητών, εν τούτοις απαξιώθηκε από το κράτος και τους πολίτες του, θεωρήθηκε υπαίτια για την ανθρώπινη αδυναμία ελέγχου των φυσικών φαινόμενων, δεν προστατεύθηκε από το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, τα  Πανεπιστημιακά και τα Ερευνητικά Ιδρύματα και τελικά οδηγήθηκε στο σημερινό μαρασμό και την κούραση που προκαλεί η απογοήτευση, της μη αναγνώρισης και της άδικης συμπεριφοράς.
 Χωρίς αξιόλογες χρηματοδοτήσεις, χωρίς προσωπικό και μέσα η πρόληψη κινείται στη φιλοσοφία της μείωσης της καύσιμης ύλης, της δημιουργίας εμποδίων στη φωτιά, στην οργάνωση και αύξηση των μέσων καταστολής, στη μείωση χρόνου πρώτης προσβολής κ.λ.π.
 Όμως παρ’ όλη την καλή διάθεση και την τεράστια προσπάθεια των εμπλεκομένων υπηρεσιών τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά, και αυτό διότι κανένας κεντρικός σχεδιασμός δεν έχει λάβει υπόψη τη γενεσιουργό αιτία οποιασδήποτε φωτιάς που είναι το αναμμένο σπίρτο. Εάν δεν υπάρξει το σπίρτο δεν υπάρχει φωτιά. Εάν προλάβουμε επομένως τη φωτιά από αμέλεια θα έχουμε μειώσει τις φωτιές κατά 70%, ίσως και παραπάνω.
Όμως και τα προληπτικά έργα που γίνονται πολλές φορές δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από ότι οι ίδιες οι φωτιές, ή γίνονται με τρόπο μη ορθό. Για παράδειγμα:
 Μείωση της καύσιμης ύλης. Στην προσπάθεια να μειώσουμε τα καύσιμα υλικά μέσα στο δάσος και να μην μεταφέρεται η φωτιά από δένδρο σε δένδρο αφαιρούμε σημαντικά στοιχεία του οικοσυστήματος κυρίως τους θάμνους. Όμως ένα οικοσύστημα είναι μια κοινωνία φυτών, που το κάθε ένα προσφέρει σημαντικό έργο στο σύνολο, όπως ακριβώς γίνεται με τις ανθρώπινες κοινωνίες.  Εάν απομακρύνουμε τους επαγγελματικούς κλάδους, εκτός από έναν αυτός που θα μείνει θα είναι αδύνατον να επιβιώσει μόνος του. Το ίδιο γίνεται και με τα φυτά.  Η αφαίρεση των στοιχείων του τα μετατρέπει σε ανάπηρα οικοσυστήματα, τα οποία γίνονται ευπαθή σε προσβολές μυκήτων και κυρίως εντόμων και τα περισσότερα καταντούν καμπιοτροφεία,  με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν στο πρώτο ακραίο κλιματικό επεισόδιο (ξηρασία, παγετός κλ.π.).
Δημιουργία εμποδίων στη φωτιά. Οι αντιπυρικές ζώνες γνωρίζουμε όλοι ότι γίνονται στην τύχη ή μάλλον βασίζονται στο ένστικτο ή στην επιθυμία του μπουλντοζιέρη. Όμως ο βάναυσος τραυματισμός του τοπίου θα έχει πρακτική σημασία, μόνο εφόσον η αντιπυρική γίνεται με στοιχειώδη σχεδιασμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τουλάχιστον την κατεύθυνση των επικρατούντων για κάθε περιοχή ανέμων.  Δηλαδή αντιπυρική κάθετη προς τους επικρατούντες ανέμους, προσφέρει την μικρότερη απόσταση προστασίας,  ενώ η παράλληλη δεν προσφέρει καμιά απολύτως υπηρεσία.  Η λογική που επικρατεί παγκοσμίως είναι ότι η γωνία 450 προσφέρει τη μεγαλύτερη απόσταση προστασίας (εφαπτομένη 450 =1).
 Από τη δορυφορική εικόνα βλέπουμε έναν τυχαίο σχεδιασμό αντιπυρικών, ο οποίος περισσότερο πληγώνει, δημιουργώντας διακοπές της οικολογικής συνέχειας  παρά προστατεύει το δάσος.
 Οργάνωση και αύξηση των μέσων καταστολής: Σε ότι αφορά στα μέσα καταστολής αυτό είναι καθαρά θέμα της κεντρικής εξουσίας, όμως ήμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε την επικρατούσα κατάσταση. Σήμερα η Ελληνική κοινωνία έχει πεισθεί και για το λόγο αυτόν πιέζει τρομακτικά για αύξηση των μέσων καταστολής. Τα πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα έχουν αναχθεί σε ναυαρχίδες της δασοπυρόσβεσης και όταν αυτά απουσιάζουν δεν κινείται τίποτε. Από την άλλη πιστεύουμε ότι η αύξηση των πυροσβεστικών οχημάτων, του  προσωπικού και των υδρολογικών έργων θα έλυναν ως δια μαγείας το πρόβλημα και οι φωτιές θα έσβηναν αμέσως με την εμφάνισή τους. Όμως η φωτιά σβήνει σίγουρα μόνο στα πρώτα 5 λεπτά από την έκρηξή της. Για να γίνει αυτό, η επιτροπή της βουλής που ασχολήθηκε με τη δασοπροστασία υπολόγισε ότι χρειάζονται μόνο για τις περιοχές α’ βαθμού επικινδυνότητας 3.800 πυροσβεστικά οχήματα και 30.000 μόνιμο και εποχικό προσωπικό.  Έτσι κανείς δημόσιος φορέας δεν έχει ασχοληθεί με την καλύτερη οργάνωση της πρόληψης η οποία μπορεί να συνοψισθεί στα εξής βασικά σημεία:
  • τον  έγκαιρο εντοπισμό των πυρκαγιών,
  • την έγκαιρη πρώτη προσβολή,
  • τον επαρκή συντονισμό των εμπλεκομένων δυνάμεων
  • την καλή εκπαίδευση των δασοπυροσβεστών
  • την καλή πληροφόρηση των πολιτών σε θέματα δασικών πυρκαγιών
Ο έγκαιρος εντοπισμός των πυρκαγιών: γίνεται στη χώρα μας ακόμη από τους σταθερούς και μετακινούμενους πυροφύλακες, η απόδοση των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (αριθμός, θέση παρατήρησης αντοχής κ.λ.π.).  Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να σας ενημερώσω ότι στο ΙΔΕ μόλις τελειώσαμε το πρόγραμμα ΣΙΘΩΝ, το οποίο χρησιμοποιώντας την υπερσύγχρονη τεχνολογία (δημιουργίας ευρυζωνικών δικτύων και ΓΣΠ) και αποτελεί τη σύγχρονη απάντηση στο πρόβλημα του άμεσου εντοπισμού των πυρκαγιών, στη μείωση του χρόνου πρώτης προσβολής, στον άριστο συντονισμό των εμπλεκομένων δυνάμεων.
Προτάσεις
Οι προτάσεις μας στο θέμα της πρόληψης είναι:
 Πρέπει άμεσα να αποκτήσουμε «κεντρική εθνική πολιτική» πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, η οποία να είναι υποχρεωτική ως προς την εφαρμογή της στην περιφέρεια. Έτσι η πρόληψη θα αποκτήσει εθνικό και ενιαίο χαρακτήρα, και δεν θα εξαρτάται από: τις γνώσεις, τα μέσα και το μεράκι των υπαλλήλων που επιφορτίζονται τη συγκεκριμένη ευθύνη.
 Όπως σε όλες τις προηγμένες πυρόπληκτες χώρες το βάρος των σχεδιασμών της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών πρέπει να εστιασθεί κυρίως στην προσπάθεια να μην ανάψει το σπίρτο και να δοθεί μεγάλη έμφαση της προσπάθειας πρόληψης προς την κατεύθυνση της μείωσης των πυρκαγιών από αμέλεια. Το άναμμα του σπίρτου γίνεται από τον άνθρωπο και στόχος της προσπάθειάς μας πρέπει να είναι η ενημέρωση των πολιτών σε θέματα που έχουν σχέση με τους ακούσιους εμπρησμούς.
 Από την άλλη πρέπει η Κεντρική Δασική Υπηρεσία, ως ο μοναδικός φορέας πρόληψης να αποκτήσει φωνή στα ΜΜΕ, διατηρώντας την αποκλειστικότητα στην ενημέρωση που σχετίζεται με την πρόληψη.
 Πρέπει να απαγορευθεί στους μόνιμους μαϊντανούς, οι οποίοι έχουν λόγο και άποψη επί παντός επιστητού να αναφέρονται γενικώς στα θέματα των δασικών πυρκαγιών.
 Διότι η παραπληροφόρηση οδήγησε στην επικρατούσα αντίληψη ότι πίσω από κάθε φωτιά βρίσκεται και ένας κακόβουλος εμπρηστής. Έτσι
          Οι πυρκαγιές της Αττικής οφείλονται σε καταπατητές,
          οι φωτιές των αιγαιοπελαγίτικων νησιών σε πράκτορες άλλων χωρών που επιβουλεύονται τον τουρισμό μας,
          οι πυρκαγιές των παραλιακών δασών μας σε αποσταθεροποιητές της πολιτικής μας ζωής κ.λ.π.
 Και η ιδέα αυτή πέρασε σήμερα σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, βολεύοντας:
           το Δήμαρχο διότι απαλλάσσεται η χωματερή του,
          τις δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες για τη χαμηλή απόδοσή τους,
          τις κυβερνήσεις για τις μειωμένες πιστώσεις κ.ο.κ.

 Έτσι από τη στιγμή που δεν έχουμε πρόθεση να κάψουμε το δάσος πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε και να το κάνουμε καταλήγοντας να αποτελούμε τη σύγχρονη  κοινωνία που δεν προσέχει ούτε που πετά το τσιγάρο της  ή το μπουκάλι της.
 Θα πρέπει η Κεντρική Δασική Υπηρεσία, ως ο φορέας που έχει την ευθύνη της πρόληψης, να είναι ο δέκτης προτάσεων των άλλων υπηρεσιών και των άλλων υπουργείων, τα οποία αφού θα επεξεργάζεται, με δική της ευθύνη θα  μεταφέρει τις αποφάσεις για τις πρέπουσες ενέργειες προς τις περιφερειακές μονάδες και τους πολίτες. Κανείς δεν πρέπει και δεν δικαιούται να παίρνει πρωτοβουλίες υλοποίησης προληπτικών έργων χωρίς την άδεια και την έγκριση της κεντρικής δασικής υπηρεσίας.
 Ακόμη και την ενημέρωση των πολιτών για θέματα πρόληψης των πυρκαγιών (σποτάκια, πινακίδες, ενημερωτικά έντυπα κ.λ.π.) θα πρέπει να γίνει με το συντονισμό και την ευθύνη της Κεντρικής Δασικής Υπηρεσίας, η οποία οφείλει να ζητήσει τη γνώμη μιας ολιγομελούς ομάδας εξειδικευμένων στην πρόληψη επιστημόνων, οι οποίοι με τη συνδρομή επαγγελματιών στο χώρο της ενημέρωσης θα προωθήσει το πρόγραμμα σε θέματα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.
 Η Επιτροπή Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών θα πρέπει να κινηθεί προς τις εξής κατευθύνσεις.
 1. Να επανακαθορίσει τη βασική έννοια «πρόληψη των δασικών πυρκαγιών» και τους στόχους της.
 2. Να επανακαθορίσει τις αναγκαιότητες όλων των κλασσικών έργων πρόληψης εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών.
 3. Να προβλέψει , ώστε οι σχεδιασμοί να περιλαμβάνουν και την εξασφάλιση οικολογικών αναγκών των φυτών.
 4. Να καθορίσει χάρτες δασών που κινδυνεύουν από μόνιμη υποβάθμιση εξαιτίας των δασικών πυρκαγιών.
 5. Να καθορίσει τον τρόπο ενημέρωσης των πολιτών για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια και γενικά για την ασφαλή διαβίωση

 Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα για το θέμα αυτό.

ΚΑΤΑΣΒΕΣΗ

 Φέτος συμπληρώνουμε 10 χρόνια από τη μεταφορά της ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη δασική στην πυροσβεστική υπηρεσία. Αυτά τα 10 χρόνια υπήρξαμε μάρτυρες τρομακτικών καταστροφών σε δάση, περιουσίες και ανθρώπινες ζωές. Η κατάσταση με την αύξηση της εμπειρίας της πυροσβεστικής υπηρεσίας θα περίμενε κανείς να βελτιωθεί, όμως αντί αυτού υπήρξαμε μάρτυρες της φετινής χρονιάς, που ο εφιάλτης του 1998 και 2000 να μοιάζει απλά με ταραγμένο όνειρο.
Δεν θέλω να είμαι άδικος. Δεν θέλω να λειτουργήσω προκατειλλημένα. Όμως τόσα χρόνια που ασχολούμαι με τις δασικές πυρκαγιές προσπαθώ να καταγράψω, ένα, έστω και μικρό πλεονέκτημα που έδωσε αυτή η μεταφορά ευθύνης και δεν μπόρεσα.  Δεν είναι μόνο η κατακόρυφη αύξηση της καμένης δασικής έκτασης (2.600.000 στρέμματα το 2000, ίσως πάνω από 3.000.000 φέτος). Είναι ότι αυτή τη δεκαετία κάηκαν περισσότερα χωριά και οικισμοί, από όσα μεμονωμένα σπίτια κάηκαν από ιδρύσεως και λειτουργίας της δασικής υπηρεσίας.  Πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι μόνο σε ένα χρόνο, από όσοι ολόκληρο αιώνα.
Το καλοκαίρι που πέρασε δημοσιοποίησα ορισμένα ερωτήματα, τα οποία περιγράφουν ακόμη γλαφυρότητα το μέγεθος του προβλήματος, όμως από καμιά κρατική υπηρεσία δεν πήρα απάντηση.
Τα ερωτήματα αυτά είναι:
 Ερώτημα 1ο: Ήμαστε μια μικρή χώρα που δεν αντέχει τις προσλήψεις πολλών υπαλλήλων. Γιατί τότε εκτοπίσθηκε η Δασική Υπηρεσία από τη διαδικασία κατάσβεσης; Υπάρχει περίσσευμα εξειδικευμένου προσωπικού ώστε να μην χρειάζονται τα στελέχη των Δασαρχείων, οι υλοτόμοι που σε χρόνο μηδέν ανοίγουν αντιπυρικές ζώνες, οι δασοφύλακες που γνωρίζουν τα πάντα στα δάση;
 Ερώτημα 2ο: Υπάρχει μια υπηρεσία που μοναδική της φροντίδα είναι το δάσος (καλλιέργεια, προστασία, εκμετάλλευση) και μια άλλη που την έχουμε αναθέσει λιμούς, καταποντισμούς, σεισμούς, πλημμύρες, απεγκλωβισμούς, μεγάλα ατυχήματα. Σε ποια υπηρεσία η κοινή λογική θα ανέθετε την πυροπροστασία του δάσους;
 Ερώτημα 3ο : Μια υπηρεσία εργάζεται καθημερινά στο δάσος. Εργαλείο της κυρίως το πριόνι και το τσεκούρι. Μια άλλη υπηρεσία εργάζεται σε αστικά περιβάλλοντα και βασικό εργαλείο η μάνικα. Στις πυρκαγιές η πρώτη υπηρεσία κινείται προς τη φωτιά.  μέσα στο οικείο δάσος, ανοίγοντας αντιπυρικές ζώνες. Η άλλη υπηρεσία περιμένει στους οικείους υπάρχοντες δρόμους, κοντά στους οικισμούς για να τη σβήσει με τη μάνικα. Δεν είναι λογικότερο η Δασική Υπηρεσία να πολεμά τις φωτιές μέσα στο δάσος και εάν αυτή φθάσει στα σπίτια να βρει ξεκούραστους, ξεδίψαστους και χορτάτους πυροσβέστες, να κάνουν αυτό που γνωρίζουν άριστα, να προστατέψουν δηλαδή τα σπίτια;
Ερώτημα 4ο : Η καλή οργάνωση των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών ήταν το βασικό επιχείρημα της μεταφοράς της ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία. Μπορούν τότε και τα νοσοκομεία που διαθέτουν καλύτερη οργάνωση, να αναλάβουν την αντιμετώπιση των ασθενειών των δασικών δένδρων;
Ερώτημα 5ο : Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής, μετά από έρευνα, σε μια σπανιότατη επίδειξη ομοψυχίας εξέδωσε ένα ΟΜΟΦΩΝΟ πόρισμα, το οποίο καθόριζε ως λύση στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών, τη δημιουργία ενός Ενιαίου Φορέα Δασοπυρόσβεσης. Πως είναι δυνατόν οι ίδιοι άνθρωποι να αυτοαναιρούνται και να πράττουν τελείως διαφορετικά, από αυτό που η έρευνά τους απέδειξε ως ορθότερο;
 Ερώτημα 6ο: Η Δασική Υπηρεσία γνωρίζει ότι η πυρκαγιά της ελάτης οδηγεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η Πυροσβεστική δεν μπορεί να αξιολογήσει τόσο σοβαρά οικολογικά θέματα. Και μόνο αυτό που συνέβη στην Πάρνηθα με τη μη αναστρέψιμη καταστροφή, δεν είναι αρκετό ώστε να θεωρηθεί ως τεράστιο λάθος η απόσυρση της δασικής υπηρεσίας από την πυρόσβεση;
 Ερώτημα 7ο: Στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή πολλών ακόμη φορέων μόλις τελειώσαμε ένα σημαντικότατο ερευνητικό πρόγραμμα  πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Δημιουργήσαμε το «ΣΙΘΩΝ» ένα ευρυζωνικό σύστημα άμεσου εντοπισμού και μείωσης του χρόνου πρώτης προσβολής των δασικών πυρκαγιών. Ως επιστημονικός υπεύθυνος επιθυμώ να παραδώσω  τον πανάκριβο εξοπλισμό που αποκτήσαμε. Την αρμοδιότητα της πρόληψης την έχει το τοπικό Δασαρχείο, ενώ την καταστολή η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Ποια υπηρεσία λοιπόν είναι αρμόδια να απευθυνθούμε;
 Ερώτημα 8ο: Η Δασική Υπηρεσία κράτησε σε δύσκολα για το Έθνος χρόνια το ποσοστό δασοκάλυψης της χώρας, δείχνοντας υψηλή επιστημονική κατάρτιση. Εισέπραξε ως αντάλλαγμα την απαξίωση, την υποβάθμιση, την αφαίρεση αρμοδιοτήτων που οδηγεί ουσιαστικά στη διάλυσή της. Είναι δυνατόν σήμερα να αναζητούνται ευθύνες από μια γερασμένη και υποβαθμισμένη σε ανθρώπινο δυναμικό, μέσα και κονδύλια υπηρεσία για την ανεπάρκεια των προληπτικών έργων;
 Ερώτημα 9ο: Γνωρίζει κανείς στη χώρα μας πραγματικά τι σημαίνει δασική πυρκαγιά ή όλα βασίζονται σε ερασιτέχνες; Υπάρχει κεντρική πολιτική πρόληψης και μεταπυρικής διαχείρισης; Αντιλαμβάνονται ότι η συνεχής επίκληση εμπρηστών έχει αυξήσει τις πυρκαγιές από αμέλεια και ότι η διάθεση εκατομμυρίων Ευρώ για άχρηστα μεταπυρικά έργα, ανοίγει την όρεξη σε αυτούς που εκμεταλλεύονται αυτά τα κονδύλια; Εφαρμόσθηκε ποτέ στη χώρα μας η κλασσική έμμεση μέθοδος κατάσβεσης; Γνωρίζει κανείς πως εφαρμόζεται η παράλληλη μέθοδος ή των δύο ποδών);
 Ερώτημα 10ο: Το Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης εποπτεύει τα δύο Δασικά Ερευνητικά Ινστιτούτα, όπου εκτελούνται σημαντικά ερευνητικά προγράμματα που αφορούν στις δασικές πυρκαγιές. Ποτέ ένας φορέας δεν ζήτησε μια απλή γνώμη, μια ιδέα, μια συμμετοχή. Γιατί τότε η έρευνα; Γιατί η συσσώρευση εξειδικευμένης γνώσης; Γιατί να χρειάζεται ο Επιστήμονας να καταφεύγει σε άρθρα στις εφημερίδες ή σε συνέδρια και να μην έχει δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του (και ας μην γίνει δεκτή) απευθείας στους φορείς λήψεως αποφάσεων;
Η λύση είναι σύνθετη, όμως επιβεβλημένη. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ο ενιαίος φορέας δασοπροστασίας, ο οποίος υπήρξε και πρόταση της διακομματικής επιτροπής της βουλής. Ένας ανεξάρτητος φορέας, ο οποίος θα λειτουργεί μόνο για τις δασικές πυρκαγιές. Θα είναι αυτοτελείς, αλλά θα έχει και την πρωτοβουλία του συντονισμού όλων των εμπλεκόμενων φορέων δασοπυρόσβεσης (δασική και πυροσβεστική υπηρεσία. Πολιτική προστασία, ΟΤΑ κ.λ.π.). Η πυροσβεστική υπηρεσία δεν θα μπορέσει ποτέ να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της διότι:
  1. Είναι δασοφοβική, διότι δεν γνωρίζει το δάσος
  2.  Λειτουργεί με βάσει αυστηρούς κανονισμούς που κάνουν την προσπάθεια δυσκίνητη και αναποτελεσματική.
  3.  Κυνηγά τη φωτιά από πίσω, ποτέ δεν στήθηκε απέναντι της.
  4.  Δεν εφαρμόζει μεθόδους κατάσβεσης πέρα από την άμεση.
  5.  Τα περιμένει όλα από τα πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα.
  6.  Δεν μπορεί να προλάβει τις φωτιές συγχρόνως στο δάσος και στους οικισμούς.
  7.  Χρησιμοποιεί βαριά πυροσβεστικά οχήματα που είναι ακατάλληλα για δάση.
  8.  Μη μπαίνοντας στα δάση, αχρηστεύονται βασικά έργα πρόληψης (π.χ. ομβροδεξαμενές)
  9.  Έχει τη δυσκίνητη αυστηρή στρατιωτική δομή και χάνει την ευελιξία της πρωτοβουλίας των ομαδαρχών.
  10.   Δεν διαθέτει υλοτόμους και χάνει το πλεονέκτημα της διάνοιξης αντιπυρικών ζωνών.
  11.  Το χειρότερο όλων είναι ότι ακόμη δεν παραδέχθηκε ότι καταπιάστηκε με ένα αντικείμενο πολύ σοβαρό που δεν μπορεί να το διαχειριστεί και να δηλώσει αδυναμία.


 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.

 Μετά την περίοδο των πυρκαγιών οι πολίτες τρομοκρατημένοι από τις εικόνες των ΜΜΕ και την παραπληροφόρηση πιέζουν τον κορμό της εξουσίας (δήμαρχο, νομάρχη, κυβέρνηση) για άμεση αποκατάσταση. Και οι κυβερνήσεις αντί να λειτουργήσουν με νηφαλιότητα και ως βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης, αυξάνουν την πίεση προς τη δασική υπηρεσία απαιτώντας άμεσα μέτρα, χωρίς σχεδιασμό και πρόγραμμα.
Έτσι τα έργα που καλούνται να υλοποιήσουν οι δασικές υπηρεσίες είναι οι δενδροφυτεύσεις και τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα.
Η διαδικασία των αναδασώσεων είναι μια δύσκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ότι οι σχεδιαστές τους θα πρέπει να ταυτίσουν τη λογική τους με τη λογική της φύσης, που έχει αποκτήσει δομές και νομοτέλειες που σφυρηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων χρόνων. Τα φυσικά οικοσυστήματα που αναπτύσσονται σε κάθε κομματάκι γης του πλανήτη μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί. Μέσα από τις διαδικασίες της προσαρμογής και της φυσικής επιλογής στη φύση υπάρχει μια διαρκής εξέλιξή τους, αλλά πάντα και ανάλογα με τις κλιματικές συγκυρίες διατηρείται μια ισορροπία μεταξύ τους. Και μέσα όμως στα ίδια τα οικοσυστήματα υπάρχει μια σταθερή διαδικασία όπου κάθε φυτικό είδος αποκτά το χώρο που το ανήκει, πάντα όμως σε μια ισορροπία με τα υπόλοιπα, που σταθεροποιεί το σύνολο του πληθυσμού και κάνει βιώσιμη ολόκληρη τη φυτοκοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια ο άνθρωπος παρεμβαίνει στη φύση με τα τεχνολογικά μέσα που επινόησε πολύ εύκολα και σε μεγάλες εκτάσεις. Η δύναμη που απέκτησε τον κάνει να παραβλέπει τις ανάγκες της φύσης για ισορροπία και σταθερότητα. Η ευκολία με την οποία μπορεί να ξηλώσει δάση και να φυτέψει νέα είδη, τον έκαναν να αισθάνεται δυνατότερος, σοφότερος και σημαντικότερος από τη φύση. Τις προσωπικές εμπειρίες που αποκτά στα 30-35 χρόνια που είναι ενεργός επαγγελματικά τις θεωρεί πολύ ορθότερες από τα εκατομμύρια χρόνια που λειτουργεί η φύση.
 Αντί οι μεταπυρικές αναδασώσεις στη χώρα μας γίνονται με επιστημονικές αναλύσεις του χώρου (κλίμα, έδαφος κ.λ.π.),  στην Πραγματικότητα: αποτελούν τμήμα μιας Εθνικής φιέστας κυρίως μετά από περιόδους μεγάλων περιαστικών πυρκαγιών

 Προτάσεις:
Θα πρέπει άμεσα οι δασικές υπηρεσίες να στελεχωθούν με νέους επιστήμονες, ενημερωμένους για τις σύγχρονες οικολογικές απόψεις και τις σύγχρονες τεχνολογίες.
Να μην επιτρέπεται η χρήση φυτών ανεξέλεγκτα από μη κρατικούς φορείς.
Να σταματήσουν οι αναδασώσεις φιέστες, όπου η επιστημονική γνώση θυσιάζεται στη διαδικασία.
Να σχεδιασθεί και να υλοποιηθεί άμεσα πρόγραμμα ενημέρωσης των πολιτών, σε θέματα αναδασώσεων.

 Αντί: Οι αναδασώσεις να γίνονται σε περιοχές που έχασαν οριστικά τα δάση τους εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν υπάρχει φυσικό αναγεννητικό υλικό (π.χ. αποδασωμένα νησιά),  στην  Πραγματικότητα: προτιμώνται δασικές περιοχές που κάηκαν πρόσφατα και διαθέτουν τεράστιες ποσότητες φυσικού αναγεννητικού υλικού άρα αναγεννώνται από μόνες τους (π.χ. καμένες εκτάσεις).

 Προτάσεις: Θα πρέπει η πολιτεία να στρέψει, την προσοχή της στις αναδασώσεις των μόνιμα υποβαθμισμένων περιοχών και να τις διαφυλάξει. Θα πρέπει να σταματήσουν όλες οι αναδασώσεις σε καμένα μεσογειακά δάση και τα κονδύλια να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξή τους.

 Αντί να Υπάρχει στην πυρόπληκτη χώρα μας έστω και υποτυπώδης κεντρική εθνική πολιτική αναδασώσεων  στην Πραγματικότητα: οι σχεδιασμοί γίνονται περιφερειακά και βασίζονται στο μεράκι, στα διαθέσιμα μέσα και τις γνώσεις των τοπικών υπαλλήλων που επιφορτίζονται με τους αναδασωτικούς χειρισμούς.

 Προτάσεις: Θα πρέπει άμεσα η πολιτεία να φροντίσει να δημιουργήσει προδιαγραφές αναδασώσεων. Θα πρέπει να καθορίσει βασικές αρχές, με υποχρεωτική εφαρμογή σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να σταματήσουν οι αυτοσχεδιασμοί, οι υποκειμενισμοί και κυρίως να δημιουργηθεί αίσθημα ευθύνης που θα αντλείται από τις ουσιαστικές γνώσεις, για όσους καλούνται να τις πραγματοποιήσουν.  



 Αντί να: Σχεδιάζονται ποιοτικές αναδασώσεις όπου κύριο βάρος παίζει η επιλογή των κατάλληλων δασοπονικών ειδών για κάθε περιοχή  στην Πραγματικότητα: σχεδιάζονται ποσοτικές αναδασώσεις όπου το μοναδικό κριτήριο αποτελεί ο αριθμός των φυτών που φυτεύονται.

 Προτάσεις: Πρέπει να αφεθεί απερίσπαστη η Δασική Υπηρεσία να πραγματοποιήσει το έργο της που είναι η διαχείριση των δασών και όχι η εκτόνωση των κοινωνικών αγωνιών. Πρέπει να σταματήσουν δια νόμου η συμμετοχή σε αναδασώσεις άσχετων ατόμων και οι αναδασώσεις που γίνονται χωρίς την επιστημονική τεκμηρίωση (ποιοτική και ποσοτική).

 Αντί να: Γίνεται κεντρικός συντονισμός, σχεδιασμός και πρόβλεψη στα κρατικά φυτώρια, ώστε να υπάρχει πάντα κατάλληλο αναγεννητικό υλικό για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές  στην Πραγματικότητα: οι κατά τόπους υπεύθυνοι παράγουν κατά βούληση φυτά που εξυπηρετούν κυρίως τις τοπικές ανάγκες των ιδιωτών.

 Προτάσεις: Η κατάσταση που επικρατεί στα κρατικά φυτώρια είναι ικανοποιητική. Θα μπορούσε όμως να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή μεσογειακών ειδών ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους διαχειριστές των καμένων εκτάσεων να εμπλουτίσουν τα οικοσυστήματα με όλα τα στοιχεία που έχουν όταν βρίσκονται σε φυσική κατάσταση.

 Αντί να: Με τις αναδασώσεις δημιουργούνται ολοκληρωμένα βιώσιμα οικοσυστήματα με πλήρη σύνθεση ειδών, όπως αυτή καταγράφεται στη φύση.  στην Πραγματικότητα: φυτεύονται μόνο δενδρώδη είδη επειδή αυτά φαίνονται με το μάτι ή δημιουργούνται τυχαίες μίξεις ειδών επειδή θεωρούνται αισθητικά ανώτερες.

 Προτάσεις Πρέπει οι σχεδιασμοί των αναδασώσεων να αποβλέπουν στην αντιγραφή της φύσης. Μόνο η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων μπορεί να δώσει βιώσιμα οικοσυστήματα. Με την ίδια λογική θα πρέπει να αποφεύγεται η απομάκρυνση του θαμνώδους ορόφου σε φυσικά οικοσυστήματα προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ξενικών ειδών, αφού στην πραγματικότητα δεν συντρέχει κανείς λόγος γι’ αυτό. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα δασικά οικοσυστήματα είναι ζωντανοί οργανισμοί που διέπονται από φυσικούς νόμους και δεν είναι τεχνικά έργα τα οποία όταν καταστρέφονται θα ξανακατασκευασθούν σε μικρό χρονικό διάστημα, ωραιότερα και μεγαλύτερα

 Να μην πιστεύουμε ότι: Η φύτευση δύσφλεκτων φυλλοβόλων δένδρων σε εύφλεκτες περιοχές, αυξάνει την αντοχή σε πυρκαγιές, διότι  στην Πραγματικότητα: Κανένα φυλλοβόλο δένδρο δεν μπορεί να αναπτυχθεί στα ακραία μεσογειακά περιβάλλοντα.
 Απάντηση: Δεν πρέπει να γίνεται καμιά απολύτως προσπάθεια αλλαγής της βλάστησης σε καμιά ζώνη. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές των φυτών που είναι δημιουργήματα εκατομμυρίων χρόνων και να μην γίνονται αναδασώσεις με αφελείς οικολογικές απλουστεύσεις. Πολλές περιαστικές περιοχές έχουν κυριολεκτικά κακοποιηθεί από αυτού του είδους τις λογικές.

Κλαδοπλέγματα: Τα κλαδοπλέγματα αποτελούν σήμερα μια από τις βασικές εργασίες για τη μείωση των κινδύνων διάβρωσης. Όμως πιστεύουμε ότι η χρήση τους έγινε χωρίς την προηγούμενη απαιτούμενη μελέτη, τουλάχιστον σε ότι αφορά στο χρόνο αποικοδόμησής τους. Οι δικές μας μελέτες σε μόνιμες πειραματικές επιφάνειες έδειξαν ότι η διατήρησή τους στο χώρο τοποθέτησής τους μπορεί να ξεπεράσει και τα δεκαπέντε χρόνια (για λεπτά υλικά). Όμως στην πραγματικότητα η εμπειρία από την τοποθέτησή τους στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης δείχνουν ότι κλαδιά πάχους μεγαλύτερα από 1 εκατοστό, χρειάζονται χρόνο μεγαλύτερο από 15 χρόνια, που σημαίνει ότι όλο αυτό το διάστημα το υπό αναγέννηση δάσος θα κινδυνεύει άμεσα από την πρόκληση νέας πυρκαγιάς που θα συντηρηθεί από τα κλαδοπλέγματα.

Δρ. Παύλος Κωνσταντινίδης
Ερευνητής Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης
ΕΘΙΑΓΕ